κλείνω (την πόρτα) – κλίνω (το ρήμα) πήρα (παίρνω) – πείρα (γνώσεις που έχει αποκτήσει κάποιος από μια δραστηριότητα που ασκεί) (ο) τοίχος (του σπιτιού) – (το) τείχος (του κάστρου) όμως (σύνδεσμος) – (ο) ώμος (σώμα) (το) κερί – (οι) καιροί πάλι (επίρρημα) – (η) πάλη (άθλημα) (το) κλήμα (αμπέλι) – (το) κλίμα (καιρός) (η) […]