ΟΜΟΡΡΙΖΑ
πολιτισμένα (= με καλούς τρόπους που μαρτυρούν πνευματική και ψυχική καλλιέργεια)
πολιτισμένος (= αυτός που έχει αναπτυγμένο πολιτισμό)
πολιτισμικός- ή- ό (= αυτός που είναι σχετικός με τον πολιτισμό, δηλαδή, τα υλικά και πνευματικά δημιουργήματα του ανθρώπου σε ορισμένη χώρα και σε ορισμένη χρονική περίοδο)
πολιτιστικός – ή – ό (= αυτός που αναφέρεται στον πολιτισμό και τις εκδηλώσεις του)

Πρόσεξε τη διαφορά
πολιτισμικός – ή -ό: δηλώνει την αφηρημένη πλευρά του πολιτισμού, καθώς και τον πολιτισμό ως πνευματική καλλιέργεια,π.χ.
~ Κάθε έθνος έχει τα δικά του ξεχωριστά πολιτισμικά γνωρίσματα
~ Η διατήρηση των παραδόσεων έχει σημαντική πολιτισμική αξία.
πολιτιστικός – ή – ό: χρησιμοποιείται για τον πολιτισμό ως σύνολο δραστηριοτήτων, καθώς και
για τη δήλωση του τεχνικού πολιτισμού,π.χ.
~ Ο δήμος μας οργανώνει συχνά πολιτιστικές εκδηλώσεις
~ Ο πολιτιστικός οργανισμός αποτελείται από νέους ανθρώπους με όρεξη για δουλειά και προσφορά στη διατήρηση του πολιτισμού του τόπου.